- προβοκάτορας
- ο, θηλ. προβοκατόρισσα / προβοκάτωρ, -ορος, ΝΑνεοελλ.1. άτομο που διεγείρει σε πράξεις βίας, που επιδιώκει να προκαλέσει σύγχυση και ταραχές στις γραμμές μιας ομάδας, ενός κοινωνικού συνόλου («ο τύπος αυτός δεν είναι μαθητής αλλά ένας προβοκάτορας»)2. άτομο που διεισδύει με δόλιο τρόπο σε έναν πολιτικό ή άλλο οργανισμό ή σε μια διαδήλωση ή άλλη εκδήλωση με σκοπό να παροτρύνει και να υποκινήσει τα μέλη τους να υιοθετήσουν απόψεις ή να προβούν σε πράξεις που θα τούς βλάψουν ή θα προκαλέσουν αντίποινααρχ.αυτός που προκαλεί σε μάχη2. είδος μονομάχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. provocator (< provoco «προκαλώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.